ραβδομαχώ

ραβδομαχώ
-έω, Ν
1. συμμετέχω σε συμπλοκή που διεξάγεται με ραβδιά
2. ασκούμαι στη ραβδομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδομάχος. Το ρ. στη μτχ. ραβδομαχοῦντες μαρτυρείται από το 1887 στον Ρ. Δημητριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”